- κρυσταλλοπηξ
- κρυσταλλοπήξκρυσταλλο-πήξ-ῆγος adj. оледеневший, замерзший
(πόρος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόρος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρυσταλλοπήξ — κρυσταλλοπήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) βλ. κρυσταλλόπηκτος … Dictionary of Greek
κρυσταλλοπῆγα — κρυσταλλοπήξ congealed to ice masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλόπηκτος — η, ο (Α κρυσταλλόπηκτος, ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, ῆγος) παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλό πηκτος, σακχαρό πηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (<… … Dictionary of Greek
κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος … Dictionary of Greek